• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αποχέτευση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχέτευση οι αποχετεύσεις
      γενική της αποχέτευσης* των αποχετεύσεων
    αιτιατική την αποχέτευση τις αποχετεύσεις
     κλητική αποχέτευση αποχετεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχετεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποχέτευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποχέτευ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἀποχετεύω < ὀχετός < ὄχος / ὀχέω < ἔχω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποχέτευση θηλυκό

  • η απομάκρυνση των λυμάτων και των ομβρίων από κάπου με ένα δίκτυο αγωγών

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις αποχετεύω, οχετός και έχω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αποχέτευση
  • αγγλικά : sewage (en), drains (en), drainage (en)
  • γαλλικά : égout (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποχέτευση&oldid=6963375"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Νοεμβρίου 2024, στις 07:36

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Νοεμβρίου 2024, στις 07:36.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας