λύμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λύμα | τα | λύματα |
γενική | του | λύματος | των | λυμάτων |
αιτιατική | το | λύμα | τα | λύματα |
κλητική | λύμα | λύματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λύμα < αρχαία ελληνική λῦμα< λυμαίνομαι
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λύμα ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό) το ακάθαρτο υγρό που περιέχει τα υπολείμματα μιας ανθρώπινης δραστηριότητας