Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λύμα τα λύματα
      γενική του λύματος των λυμάτων
    αιτιατική το λύμα τα λύματα
     κλητική λύμα λύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λύμα < αρχαία ελληνική λῦμα< λυμαίνομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈli.ma/
ομόηχα: λήμμα, λίμα, Λίμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λύμα ουδέτερο

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) το ακάθαρτο υγρό που περιέχει τα υπολείμματα μιας ανθρώπινης δραστηριότητας
    τα αστικά λύματα καταλήγουν στον βιολογικό καθαρισμό της πόλης
    τα βιομηχανικά λύματα ρυπαίνουν το νερό του ποταμού
     συνώνυμα: απόβλητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία