Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λῦμᾰ τὰ λύμᾰτ
      γενική τοῦ λύμᾰτος τῶν λυμᾰ́των
      δοτική τῷ λύμᾰτ τοῖς λύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ λῦμᾰ τὰ λύμᾰτ
     κλητική ! λῦμᾰ λύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  λυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

λῦμα < θέμα λῡ- όπως → δείτε και τη λέξη λυμαίνω λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό 1 επεξεργασία

λῦμα ουδέτερο

  1. νερό για πλύσιμο
  2. ρύπος, ακαθαρσία
  3. λύμα, βρομόνερο
  4. (μεταφορικά) ηθική βρομιά, ντροπή, ατιμία
  5. ανήθικος άνθρωπος
  6. όλεθρος
     συνώνυμα: λύμη

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

λῦμα < θέμα λῡ- όπως στο λύω

  Ουσιαστικό 2 επεξεργασία

λῦμα ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία