πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λῦμᾰ τὰ λύμᾰτ
      γενική τοῦ λύμᾰτος τῶν λυμᾰ́των
      δοτική τῷ λύμᾰτ τοῖς λύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ λῦμᾰ τὰ λύμᾰτ
     κλητική ! λῦμᾰ λύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  λυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
λῦμα < θέμα λῡ- όπως  δείτε και τη λέξη λυμαίνω λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
λῦμα < θέμα λῡ- όπως στο λύω

Ουσιαστικό 2

επεξεργασία