Λίμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λίμα | ||
γενική | της | Λίμας | ||
αιτιατική | τη | Λίμα | ||
κλητική | Λίμα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λίμα < άμεσο δάνειο από την ισπανική Lima
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λί‐μα
- ομόηχα: λίμα, λήμμα, λύμα
- τονικό παρώνυμο: λιμά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛίμα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η πρωτεύουσα του Περού