αποχετεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχετεύω < αρχαία ελληνική ἀποχετεύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.çeˈte.vo/
Ρήμα επεξεργασία
αποχετεύω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποχετεύω
|
αποχετεύω
|