Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποχετευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποχετευτικ
ός
η
αποχετευτικ
ή
το
αποχετευτικ
ό
γενική
του
αποχετευτικ
ού
της
αποχετευτικ
ής
του
αποχετευτικ
ού
αιτιατική
τον
αποχετευτικ
ό
την
αποχετευτικ
ή
το
αποχετευτικ
ό
κλητική
αποχετευτικ
έ
αποχετευτικ
ή
αποχετευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποχετευτικ
οί
οι
αποχετευτικ
ές
τα
αποχετευτικ
ά
γενική
των
αποχετευτικ
ών
των
αποχετευτικ
ών
των
αποχετευτικ
ών
αιτιατική
τους
αποχετευτικ
ούς
τις
αποχετευτικ
ές
τα
αποχετευτικ
ά
κλητική
αποχετευτικ
οί
αποχετευτικ
ές
αποχετευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποχετευτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αποχετευτικός
αυτός που σχετίζεται με την αποχέτευση.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποχετευτικός
αγγλικά
:
sewage
(en)
γαλλικά
: d'
évacuation
(fr)
des
eaux
(fr)
sales
(fr)
, d'
égout
(fr)
, d'
écoulement
(fr)
,