Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχετευτικός η αποχετευτική το αποχετευτικό
      γενική του αποχετευτικού της αποχετευτικής του αποχετευτικού
    αιτιατική τον αποχετευτικό την αποχετευτική το αποχετευτικό
     κλητική αποχετευτικέ αποχετευτική αποχετευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχετευτικοί οι αποχετευτικές τα αποχετευτικά
      γενική των αποχετευτικών των αποχετευτικών των αποχετευτικών
    αιτιατική τους αποχετευτικούς τις αποχετευτικές τα αποχετευτικά
     κλητική αποχετευτικοί αποχετευτικές αποχετευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχετευτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αποχετευτικός

  • αυτός που σχετίζεται με την αποχέτευση.

  Μεταφράσεις επεξεργασία