écoulement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
écoulement | écoulements |
écoulement (fr) αρσενικό
- η ροή
- η κυκλοφορία
- η διάθεση (εμπορευμάτων...)
ενικός | πληθυντικός |
écoulement | écoulements |
écoulement (fr) αρσενικό