Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
écoulement écoulements

écoulement (fr) αρσενικό

  1. η ροή
  2. η κυκλοφορία
  3. η διάθεση (εμπορευμάτων...)

Συγγενικά

επεξεργασία