évacuation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
évacuation < λατινική evacuatio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.va.kɥa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
évacuation | évacuations |
évacuation (fr) θηλυκό
- η εκκένωση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη évacuer