υπόνομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπόνομος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὑπόνομος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈpo.no.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό‐νο‐μος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπόνομος αρσενικό
- αγωγός ομβρίων ή αστικών λυμάτων, συνήθως υπόγειος
- ※ Με τους κριούς αλύπητα έδερνε όλη μέρα τα τειχογυρίσματα, και τη νύχτα οι εργάτες έσκαβαν υπονόμους όπου γκρεμίζουνταν οι βαρείς πέτρινοι τοίχοι. (Πηνελόπη Δέλτα, Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου, Κεφάλαιο ΚΔ, 1911)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- υπόνομος στη Βικιπαίδεια