υπονομευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπονομευτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπονομευτής (εργάτης υπονόμων) < ὑπονομεύ{ω} + -τής < αρχαία ελληνική ὑπόνομος < ὑπονέμομαι < ὑπό + νέμω. Η σύγχρονη σημασία κατά το ρήμα υπονομεύω. [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.no.meˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐νο‐μευ‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπονομευτής αρσενικό (θηλυκό υπονομεύτρια)
- αυτός που υπονομεύει, που με δόλιο τρόπο προσπαθεί να προκαλέσει ζημιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπονομευτής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υπονομευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας