Δείτε επίσης: υπονομεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπονομεύω < αρχαία ελληνική ὑπόνομος < ὑπονέμομαι < ὑπο- + νέμω

ὑπονομεύω

  1. (ελληνιστική κοινή) σκάβω υπονόμους
  2. (ελληνιστική κοινή) (μεταφορικά) υπονομεύω