ὑπονομεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ὑπονομεύω < αρχαία ελληνική ὑπόνομος < ὑπονέμομαι < ὑπο- + νέμω
Ρήμα
επεξεργασία
ὑπονομεύω
Πηγές
επεξεργασία
- ὑπονομεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.