κριός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κριός | οι | κριοί |
γενική | του | κριού | των | κριών |
αιτιατική | τον | κριό | τους | κριούς |
κλητική | κριέ | κριοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κριός < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό επεξεργασία
κριός αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το αρσενικό πρόβατο
- μεσαιωνική πολιορκητική μηχανή που χρησίμευε στην εκπόρθηση των θυρών των κάστρων. Ήταν φτιαγμένη από έναν κορμό και μια ενισχυμένη κεφαλή που θύμιζε ακριβώς το κεφάλι του κριαριού.
Ταυτόσημο επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρσενικό πρόβατο
→ δείτε τη λέξη κριάρι |