πολιορκητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολιορκητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπολιορκητικός, -ή, -ό
- που χρησιμεύει σε πολιορκία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολιορκητικός
|
πολιορκητικός, -ή, -ό
|