Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιορκητική οι πολιορκητικές
      γενική της πολιορκητικής των πολιορκητικών
    αιτιατική την πολιορκητική τις πολιορκητικές
     κλητική πολιορκητική πολιορκητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιορκητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πολιορκητικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολιορκητική θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πολιορκητική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία