Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κριόμορφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κριόμορφ
ος
η
κριόμορφ
η
το
κριόμορφ
ο
γενική
του
κριόμορφ
ου
της
κριόμορφ
ης
του
κριόμορφ
ου
αιτιατική
τον
κριόμορφ
ο
την
κριόμορφ
η
το
κριόμορφ
ο
κλητική
κριόμορφ
ε
κριόμορφ
η
κριόμορφ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κριόμορφ
οι
οι
κριόμορφ
ες
τα
κριόμορφ
α
γενική
των
κριόμορφ
ων
των
κριόμορφ
ων
των
κριόμορφ
ων
αιτιατική
τους
κριόμορφ
ους
τις
κριόμορφ
ες
τα
κριόμορφ
α
κλητική
κριόμορφ
οι
κριόμορφ
ες
κριόμορφ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κριόμορφος
<
ελληνιστική κοινή
κριόμορφος
Επίθετο
επεξεργασία
κριόμορφος
που έχει τη
μορφή
κριού
/
κριαριού
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κριός
και
μορφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κριόμορφος
(
ελληνιστική κοινή
) :
κριόμορφος
αγγλικά
:
ramformed
(en)