Δείτε επίσης: Καταβόθρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταβόθρα οι καταβόθρες
      γενική της καταβόθρας των καταβοθρών
    αιτιατική την καταβόθρα τις καταβόθρες
     κλητική καταβόθρα καταβόθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταβόθρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καταβόθρα < ελληνιστική κοινή καταβοθρ(εύω) + [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈvo.θɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐βό‐θρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταβόθρα θηλυκό

  1. (γεωλογία) υπόγειος φυσικός αγωγός στον οποίο διοχετεύονται νερά από λίμνες ή ποτάμια προς τη θάλασσα ή σε άλλο σημείο της γης όπου αναβλύζουν
  2. (μεταφορικά)
    1. (μειωτικό) άνθρωπος που ξοδεύει πολλά χρήματα, σπάταλος
    2. αντικείμενο το οποίο απαιτεί μεγάλη ποσότητα χρημάτων για να λειτουργήσει σωστά

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταβόθρα < κατα- + βόθρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταβόθρα θηλυκό