βόθρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βόθρος | οι | βόθροι |
γενική | του | βόθρου | των | βόθρων |
αιτιατική | τον | βόθρο | τους | βόθρους |
κλητική | βόθρε | βόθροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βόθρος < αρχαία ελληνική βόθρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβόθρος αρσενικό
- σκεπασμένος μεγάλος λάκκος, που χρησιμοποιείται για να συγκεντρώνονται και να απορροφούνται, σταδιακά από το έδαφος, τα σπιτικά απόβλητα
- (μεταφορικά) (σε εκφράσεις όπως: το στόμα του είναι βόθρος, άνοιξε πάλι ο βόθρος ή παρόμοιες) η αθυροστομία
- χαβούζα
- (ανατομία) κοιλότητα συνήθως σε οστό, όπου σχηματίζεται ένα ανατομικό στοιχείο
- ↪ Ο τρίγωνος βόθρος είναι ένα ανατομικό τμήμα του έξω ωτός.
- ↪ Ο ιγνυακός βόθρος είναι μια κοιλότητα, που βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια του γόνατος.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βόθρος
Πηγές
επεξεργασία- βόθρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βόθρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'βόθρος'.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαβόθρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβόθρος αρσενικό
- λάκκος
- (γενικότερα) κοιλότητα
- (ειδικότερα) λάκκος για σπονδές σε χθόνιες θεότητες