Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βοθρατζίδικο τα βοθρατζίδικα
      γενική του βοθρατζίδικου των βοθρατζίδικων
    αιτιατική το βοθρατζίδικο τα βοθρατζίδικα
     κλητική βοθρατζίδικο βοθρατζίδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοθρατζίδικο < βοθρατζής + -ίδικο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βοθρατζίδικο ουδέτερο

  • βυτιοφόρο όχημα που αδειάζει βόθρους και μεταφέρει τα απόβλητα σε χαβούζα ή άλλο χώρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία