Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βοθροκαθαριστής οι βοθροκαθαριστές
      γενική του βοθροκαθαριστή των βοθροκαθαριστών
    αιτιατική τον βοθροκαθαριστή τους βοθροκαθαριστές
     κλητική βοθροκαθαριστή βοθροκαθαριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοθροκαθαριστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βοθροκαθαριστής αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο υπάλληλος που επιτελεί έργο καθαρισμού

  Μεταφράσεις επεξεργασία