Ετυμολογία

επεξεργασία

υπονομευτικά < υπονομευτικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

υπονομευτικά

  • με σκοπό την υπονόμευση μιας προσπάθειας ή ενός καθεστώτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

υπονομευτικά