Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστραγγίζω <

  Ρήμα επεξεργασία

αποστραγγίζω (παθητική φωνή: αποστραγγίζομαι)

  1. στραγγίζω τελείως
  2. απομακρύνω το νερό (ή άλλα υγρά) από εδάφη με μεγάλη περιεκτικότητα σ' αυτό, κάνοντας τα απαραίτητα τεχνικά έργα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία