Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στραγγίζω < ελληνιστική κοινή στραγγίζω < στράγξ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾaŋˈɟi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στραγ‐γί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

στραγγίζω (παθητική φωνή: στραγγίζομαι)

  1. αφαιρώ το υγρό που υπάρχει κάπου με στραγγιστήρι ή άλλο τρόπο, αφήνοντάς το να τρέξει ως την τελευταία σταγόνα
  2. (μεταφορικά) χάνω την ικμάδα ή την αντοχή μου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στραγγίζω < στράγξ + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

στραγγίζω