αποστράγγι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποστράγγι | τα | αποστράγγια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αποστράγγι | τα | αποστράγγια |
κλητική | αποστράγγι | αποστράγγια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποστράγγι < αποστραγγίζω + -ι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποστράγγι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποστραγγίζω και στραγγίζω