Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποστραγγισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποστραγγισμ
ός
οι
αποστραγγισμ
οί
γενική
του
αποστραγγισμ
ού
των
αποστραγγισμ
ών
αιτιατική
τον
αποστραγγισμ
ό
τους
αποστραγγισμ
ούς
κλητική
αποστραγγισμ
έ
αποστραγγισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποστραγγισμός
<
αποστραγγίζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποστραγγισμός
αρσενικό
άλλη μορφή
του
αποστράγγιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποστραγγισμός
→
δείτε
τη λέξη
αποστράγγιση