Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστράγγιση οι αποστραγγίσεις
      γενική της αποστράγγισης* των αποστραγγίσεων
    αιτιατική την αποστράγγιση τις αποστραγγίσεις
     κλητική αποστράγγιση αποστραγγίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστραγγίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστράγγιση < αποστραγγίζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική égouttement)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποστράγγιση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία