• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αποστράγγιση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστράγγιση οι αποστραγγίσεις
      γενική της αποστράγγισης* των αποστραγγίσεων
    αιτιατική την αποστράγγιση τις αποστραγγίσεις
     κλητική αποστράγγιση αποστραγγίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστραγγίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστράγγιση < αποστραγγίζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική égouttement)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποστράγγιση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποστραγγίζω
    1. η αποξήρανση
      άλλες μορφές: το αποστράγγισμα, ο αποστραγγισμός, το (στράγγισμα)
    2. (μεταφορικά) η απομύζηση
      ≈ συνώνυμα: αφαίμαξη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αποστράγγιση
  • αγγλικά : draining (en), drainage (en)
  • γαλλικά : égouttement (fr), égouttage (fr), drainage (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποστράγγιση&oldid=6491838"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Νοεμβρίου 2023, στις 17:46

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Νοεμβρίου 2023, στις 17:46.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας