Η πρακτική της αφαίμαξης σε ερυθρόμορφο αττικό αγγείο (480-470 π.Χ., Λούβρο)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφαίμαξη οι αφαιμάξεις
      γενική της αφαίμαξης* των αφαιμάξεων
    αιτιατική την αφαίμαξη τις αφαιμάξεις
     κλητική αφαίμαξη αφαιμάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφαιμάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφαίμαξη < (ελληνιστική κοινή) ἀφαίμαξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αφαίμαξη θηλυκό

  1. (ιατρική) παραδοσιακή πρακτική κατά την οποία γίνεται τομή σε μία φλέβα του αρρώστου και αφήνεται να αιμορραγήσει για λίγο, με σκοπό να φύγει το "κακό" αίμα
    ένα δημοφιλές μέσο αφαίμαξης ήταν και οι βδέλλες
  2. η εκβιαστική εκμετάλλευση ενός πόρου που οδηγεί σε εξάντλησή του
    τα φορολογικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν θα οδηγήσουν σε νέα αφαίμαξη των εργαζομένων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία