Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αφαιμάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφαιμάσσω
  2. θα αφαιμάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφαιμάσσω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αφαιμάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφαίμαξη