égouttement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
égouttement | égouttements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαégouttement (fr) αρσενικό
- το στράγγισμα που υφίσταται κάποιος ή κάτι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη égoutter
ενικός | πληθυντικός |
égouttement | égouttements |
égouttement (fr) αρσενικό