↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποξήρανση οι αποξηράνσεις
      γενική της αποξήρανσης* των αποξηράνσεων
    αιτιατική την αποξήρανση τις αποξηράνσεις
     κλητική αποξήρανση αποξηράνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποξηράνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποξήρανση < (αποξηραίνω) αποξηραν- + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + ξήρανση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποξήρανση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία