απομύζηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απομύζηση | οι | απομυζήσεις |
γενική | της | απομύζησης* | των | απομυζήσεων |
αιτιατική | την | απομύζηση | τις | απομυζήσεις |
κλητική | απομύζηση | απομυζήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομυζήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απομύζηση < απομυζη- (< καθαρεύουσα: ἀπομύζησις < ἀπομυζῶ + -σις) + -ση [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπομύζηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απομυζώ
- (μεταφορικά) παρασιτισμός, συστηματική απόσπαση χρηματικού οφέλους με τρόπο δόλιο και επιλήψιμο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη απομυζώ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ απομύζηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας