Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομυζώ < (ελληνιστική κοινήἀπομυζάω / ἀπομυζῶ < ἀπό + αρχαία ελληνική μυζάω / μυζέω / μυζῶ ((μεταφορικά) σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sucer)

  Ρήμα επεξεργασία

απομυζώ (παθητική φωνή: απομυζώμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία