sucer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sucer < sucier < δημώδης λατινική °suctiare
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsucer (fr)
- ρουφώ
- (οικείο) καταναλώνω πολύ καύσιμο
- (μεταφορικά) λέγεται για την πεολειξία και την αιδοιολειξία
sucer (fr)