πεολειξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεολειξία < πέος + αρχαία ελληνική λείχω (γλείφω) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεολειξία θηλυκό (& πεολειχία)
- → δείτε τη λέξη πεολειχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεολειξία
→ δείτε τη λέξη πεολειχία |