Δείτε επίσης: γλύφω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλείφω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλείφω. Είτε < ελληνιστική κοινή ἐκλείχω < αρχαία ελληνική ἐκ- + λείχω[1], είτε < συμπροφορά αντωνυμίας και του λείχω (/ton-l > toŋɡl > ɣl/). Η μετατροπή [x] > [f], πιθανόν από την επίδραση του μεσαιωνικού ἀλείφω.[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣli.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλεί‐φω
ομόηχο: γλύφω

γλείφω, αόρ.: έγλειψα, παθ.φωνή: γλείφομαι, π.αόρ.: γλείφτηκα, μτχ.π.π.: γλειμμένος

  1. εφαρμόζω και γλιστράω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι
    ⮡  Η μικρή έγλειφε το παγωτό της με απόλαυση.
    ⮡  Τα ζώα γλείφουν μια επιφάνεια είτε για τη συλλογή υγρού, τροφής ή μετάλλων στη γλώσσα για κατάποση, είτε για επικοινωνία με άλλα ζώα.
  2. (μεταφορικά) πλησιάζω να αγγίξω
    ⮡  Οι φλόγες της φωτιάς σχεδόν έγλειφαν τον οικισμό.
  3. (μειωτικό) κολακεύω
    ⮡ Είναι ένας τιποτένιος. Μόνο γλείφοντας τους προϊσταμένους του θα πάρει προαγωγή.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. γλείφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας