lick (en)

  1. γλείφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lick (en)

  1. γλείψιμο, γλειψιά, τριβή/πέρασμα της γλώσσας πάνω σε κάτι ([εφ]απτικά· όχι πάνω από κάτι)
  2. (μουσική) τυποποιημένη τεχνική και μικροφράση σόλο/σολαρίσματος·
    μικρό φθογγοσειραϊκό συστατικό ενός σόλο το οποίο συνήθως αποτελεί τυποποιημένη μικροφράση και τεχνική
  3. ...
  4. ...