Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλείψιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γλείψιμ
ο
τα
γλειψίμ
ατ
α
γενική
του
γλειψίμ
ατ
ος
των
γλειψιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
γλείψιμ
ο
τα
γλειψίμ
ατ
α
κλητική
γλείψιμ
ο
γλειψίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γλείψιμο
<
γλείφω
+
-ιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλείψιμο
ουδέτερο
η ενέργεια του
γλείφω
η
κολακεία
προς ανώτερο που αποσκοπεί στο να αποσπάσει την
εύνοιά
του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλείψιμο
γαλλικά
:
léchage
(fr)
,
lèche
(fr)