τσανακογλείφτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσανακογλείφτης αρσενικό
- (κυριολεκτικά) αυτός που γλείφει τα τσανάκια
- (μεταφορικά) αυτός που κολακεύει χαμερπώς
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσανακογλείφτης