Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσανακογλείφτης οι τσανακογλείφτες
      γενική του τσανακογλείφτη των τσανακογλειφτών
    αιτιατική τον τσανακογλείφτη τους τσανακογλείφτες
     κλητική τσανακογλείφτη τσανακογλείφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσανακογλείφτης < τσανάκι + -ο- + γλείφτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσανακογλείφτης αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που γλείφει τα τσανάκια
  2. (μεταφορικά) αυτός που κολακεύει χαμερπώς
     συνώνυμα: αυλοκόλακας, κόλακας, χαμερπής

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία