τσανάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσανάκι | τα | τσανάκια |
γενική | του | τσανακιού | των | τσανακιών |
αιτιατική | το | τσανάκι | τα | τσανάκια |
κλητική | τσανάκι | τσανάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσανάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çanak + -ι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσανάκι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- χωρίζουμε τα τσανάκια μας: για δύο συνεργάτες ή φίλους που σταματούν να συνεργάζονται, να έχουν κάτι κοινό ή για ζευγάρι που χωρίζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσανάκι
|