Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσανάκι τα τσανάκια
      γενική του τσανακιού των τσανακιών
    αιτιατική το τσανάκι τα τσανάκια
     κλητική τσανάκι τσανάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσανάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çanak +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσανάκι ουδέτερο

  1. πήλινο πιάτο
  2. (μεταφορικά) τιποτένιος άνθρωπος

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • χωρίζουμε τα τσανάκια μας: για δύο συνεργάτες ή φίλους που σταματούν να συνεργάζονται, να έχουν κάτι κοινό ή για ζευγάρι που χωρίζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία