Δείτε επίσης: γλυμμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλειμμένος η γλειμμένη το γλειμμένο
      γενική του γλειμμένου της γλειμμένης του γλειμμένου
    αιτιατική τον γλειμμένο τη γλειμμένη το γλειμμένο
     κλητική γλειμμένε γλειμμένη γλειμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλειμμένοι οι γλειμμένες τα γλειμμένα
      γενική των γλειμμένων των γλειμμένων των γλειμμένων
    αιτιατική τους γλειμμένους τις γλειμμένες τα γλειμμένα
     κλητική γλειμμένοι γλειμμένες γλειμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλειμμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γλείφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣliˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλειμ‐μέ‐νος
ομόηχο: γλυμμένος

  Μετοχή επεξεργασία

γλειμμένος

  1. που τον έχουν γλείψει
    να το φας όλο το φαΐ σου, να δω το πιάτο γλειμμένο
  2. (μεταφορικά) πολύ στιλπνός
    έχει τα μαλλιά του γλειμμένα προς τα πίσω με ειδική κρέμα για το wet look

  Μεταφράσεις επεξεργασία