γλειμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγλειμμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γλείφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣliˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλειμ‐μέ‐νος
- ομόηχο: γλυμμένος
Μετοχή
επεξεργασίαγλειμμένος
- που τον έχουν γλείψει
- ⮡ να το φας όλο το φαΐ σου, να δω το πιάτο γλειμμένο
- (μεταφορικά) πολύ στιλπνός
- ⮡ έχει τα μαλλιά του γλειμμένα προς τα πίσω με ειδική κρέμα για το wet look