γλείφομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλείφομαι: παθητική φωνή του ρήματος γλείφω
Ρήμα
επεξεργασίαγλείφομαι, π.αόρ.: γλείφτηκα, μτχ.π.π.: γλειμμένος, (ενεργ.: γλείφω)
- γλείφω μέρος του σώματός μου με τη γλώσσα μου
- κοίτα τη γάτα πώς γλείφεται για να είναι καθαρή!
- γλείφω τα χείλη μου με τη γλώσσα μου μπροστά σε ένα ωραίο έδεσμα
- κοιτάζει το ψητό και γλείφεται
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλείφομαι | γλειφόμουν(α) | θα γλείφομαι | να γλείφομαι | ||
β' ενικ. | γλείφεσαι | γλειφόσουν(α) | θα γλείφεσαι | να γλείφεσαι | (γλείφου) | |
γ' ενικ. | γλείφεται | γλειφόταν(ε) | θα γλείφεται | να γλείφεται | ||
α' πληθ. | γλειφόμαστε | γλειφόμαστε γλειφόμασταν |
θα γλειφόμαστε | να γλειφόμαστε | ||
β' πληθ. | γλείφεστε | γλειφόσαστε γλειφόσασταν |
θα γλείφεστε | να γλείφεστε | (γλείφεστε) | |
γ' πληθ. | γλείφονται | γλείφονταν γλειφόντουσαν |
θα γλείφονται | να γλείφονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλείφτηκα | θα γλειφτώ | να γλειφτώ | γλειφτεί | ||
β' ενικ. | γλείφτηκες | θα γλειφτείς | να γλειφτείς | γλείψου | ||
γ' ενικ. | γλείφτηκε | θα γλειφτεί | να γλειφτεί | |||
α' πληθ. | γλειφτήκαμε | θα γλειφτούμε | να γλειφτούμε | |||
β' πληθ. | γλειφτήκατε | θα γλειφτείτε | να γλειφτείτε | γλειφτείτε | ||
γ' πληθ. | γλείφτηκαν γλειφτήκαν(ε) |
θα γλειφτούν(ε) | να γλειφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γλειφτεί | είχα γλειφτεί | θα έχω γλειφτεί | να έχω γλειφτεί | γλειμμένος | |
β' ενικ. | έχεις γλειφτεί | είχες γλειφτεί | θα έχεις γλειφτεί | να έχεις γλειφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει γλειφτεί | είχε γλειφτεί | θα έχει γλειφτεί | να έχει γλειφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γλειφτεί | είχαμε γλειφτεί | θα έχουμε γλειφτεί | να έχουμε γλειφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε γλειφτεί | είχατε γλειφτεί | θα έχετε γλειφτεί | να έχετε γλειφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γλειφτεί | είχαν γλειφτεί | θα έχουν γλειφτεί | να έχουν γλειφτεί |