γλειφιτζούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γλειφιτζούρι | τα | γλειφιτζούρια |
γενική | του | γλειφιτζουριού | των | γλειφιτζουριών |
αιτιατική | το | γλειφιτζούρι | τα | γλειφιτζούρια |
κλητική | γλειφιτζούρι | γλειφιτζούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγλειφιτζούρι ουδέτερο
- παιδικό γλύκισμα από καραμέλα με μικρό ξύλινο ή πλαστικό στέλεχος
- (μεταφορικά), (χυδαίο) πεολειχία