-ούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -ούρι | τα | -ούρια |
γενική | του | -ουριού | των | -ουριών |
αιτιατική | το | -ούρι | τα | -ούρια |
κλητική | -ούρι | -ούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ούριν < ελληνιστική κοινή -ούριον < -ούρ(ος) + -ιον[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ού‐ρι
Επίθημα
επεξεργασία-ούρι ουδέτερο
- (σπάνιο) υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ούρι" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -ούρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)