Ετυμολογία

επεξεργασία
Dauerlutscher < → δείτε τις λέξεις Dauer και Lutscher

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdaʊ̯ɐ.ˌlʊ.t͡ʃɐ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Dauerlutscher (de) αρσενικό