Dauer
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Dauer | die | Dauern |
γενική | der | Dauer | der | Dauern |
δοτική | der | Dauer | den | Dauern |
αιτιατική | die | Dauer | die | Dauern |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Dauer (de) θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- auf die Dauer - με τον καιρό
- er wird auf die Dauer langweilig - με τον καιρό, γίνεται βαρετός
Σύνθετα επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Dauer αρσενικό ή θηλυκό