Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Dauer die Dauern
γενική der Dauer der Dauern
δοτική der Dauer den Dauern
αιτιατική die Dauer die Dauern

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Dauer (de) θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • auf die Dauer - με τον καιρό
    er wird auf die Dauer langweilig - με τον καιρό, γίνεται βαρετός

Σύνθετα επεξεργασία


  Κύριο όνομα επεξεργασία

Dauer αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]