ενικός         πληθυντικός  
lollipop lollipops

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lollipop (en)

  • το γλειφιτζούρι
    ⮡  He’s sucking his lollipop.
    Πιπιλίζει το γλειφιτζούρι του.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία