Ετυμολογία

επεξεργασία
suçon < sucer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
suçon suçons

suçon (fr) αρσενικό

  1. ένα μελάνωμα που προκαλείται στο δέρμα ρουφώντας το με τα χείλη
  2. (Καναδάς) το γλειφιτζούρι