suçon
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- suçon < sucer
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
suçon | suçons |
suçon (fr) αρσενικό
- ένα μελάνωμα που προκαλείται στο δέρμα ρουφώντας το με τα χείλη
- (Καναδάς) το γλειφιτζούρι
ενικός | πληθυντικός |
suçon | suçons |
suçon (fr) αρσενικό