μελάνωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελάνωμα <
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελάνωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μελανώνω
- (συνεκδοχικά) λέρωμα, μουντζούρωμα.
- σου είπα να σταματήσεις το μελάνωμα των τοίχων.
- (ιατρική) όγκος από μελανοκύτταρα
- η αλόγιστη έκθεση του δέρματος στον ήλιο μπορεί να προκαλέσει κακόηθες μελάνωμα