Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελάνωμα τα μελανώματα
      γενική του μελανώματος των μελανωμάτων
    αιτιατική το μελάνωμα τα μελανώματα
     κλητική μελάνωμα μελανώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελάνωμα <
  1. μελανώνω
  2. (αντιδάνειο) melanoma

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Μελάνωμα στο δέρμα.

μελάνωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μελανώνω
     συνώνυμα: μελάνωση, μελάνωσις
  2. (συνεκδοχικά) λέρωμα, μουντζούρωμα.
    σου είπα να σταματήσεις το μελάνωμα των τοίχων.
  3. (ιατρική) όγκος από μελανοκύτταρα
    η αλόγιστη έκθεση του δέρματος στον ήλιο μπορεί να προκαλέσει κακόηθες μελάνωμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία