Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκμυζώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐκμυζῶ
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκμυζώ
<
αρχαία ελληνική
ἐκμυζάω
/
ἐκμυζέω
/
ἐκμυζῶ
<
μυζάω
/
μυζέω
/
μυζῶ
Ρήμα
επεξεργασία
εκμυζώ
πιπιλίζω
,
βυζαίνω
,
απορροφώ
(
μεταφορικά
)
παίρνω
κάτι πολύτιμο,
αποσπώ
πιέζοντας ή εκβιάζοντας
(
μεταφορικά
)
εξαντλώ
Συνώνυμα
επεξεργασία
απομυζώ
Συγγενικά
επεξεργασία
εκμύζηση
εκμυζητής
→
δείτε
τη λέξη
απομυζώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκμυζώ
αγγλικά
:
suck
(en)
,
milk
(en)
,
bleed
(en)
,
bleed dry
(en)
,
sap
(en)
γαλλικά
:
sucer
(fr)