εκμυζώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
εκμυζώ
- πιπιλίζω, βυζαίνω, απορροφώ
- (μεταφορικά) παίρνω κάτι πολύτιμο, αποσπώ πιέζοντας ή εκβιάζοντας
- (μεταφορικά) εξαντλώ
![]() |
εκμυζώ