Ετυμολογία

επεξεργασία
βυζαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βυζάνω < βυζ(ί) + -άνω (> -αίνω) [1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /viˈze.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυ‐ζαί‐νω

βυζαίνω, αόρ.: βύζαξα/(βύζασα), παθ.φωνή: βυζαίνομαι, π.αόρ.: βυζάχτηκα/(βυζάστηκα), μτχ.π.π.: βυζαγμένος/(βυζασμένος)

  1. θηλάζω
  2. πιπιλίζω
  3. (μεταφορικά, κακόσημο) ρουφάω και αποσπώ οφέλη και κέρδη

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βυζί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βυζαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. βυζί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.