↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβύζαχτος η αβύζαχτη το αβύζαχτο
      γενική του αβύζαχτου της αβύζαχτης του αβύζαχτου
    αιτιατική τον αβύζαχτο την αβύζαχτη το αβύζαχτο
     κλητική αβύζαχτε αβύζαχτη αβύζαχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβύζαχτοι οι αβύζαχτες τα αβύζαχτα
      γενική των αβύζαχτων των αβύζαχτων των αβύζαχτων
    αιτιατική τους αβύζαχτους τις αβύζαχτες τα αβύζαχτα
     κλητική αβύζαχτοι αβύζαχτες αβύζαχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβύζαχτος < α- στερητικό + βυζαίνω, βυζακ- + -τος με ανομοίωση άρθρωσης [kt] > [xt] [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈvi.za.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βύ‐ζα‐χτος

  Επίθετο

επεξεργασία

αβύζαχτος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία